- τονή
- ἡ, Α(μουσ.-μετρ.) η παράταση τής φωνής στον ίδιο μουσικό φθόγγο και στον ίδιο τόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τεχνικός όρος που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τον- τής ρίζας τού ρ. τείνω (βλ. λ. τείνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τονή — prolongation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek